- αναπαραγωγικότητα
- ηικανότητα για αναπαραγωγή*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαραγωγικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναπαραγωγικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος ή χρήσιμος για αναπαραγωγή 2. (στην ψυχολ.) αναπαραγωγική κρίση η μη πρωτότυπη αλλά παράγωγος κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις. ΠΑΡ. αναπαραγωγικότητα] … Dictionary of Greek
γεννητικότητα — η βιολ. η ικανότητα για αναπαραγωγή, η αναπαραγωγικότητα … Dictionary of Greek